λαδάδικο

λαδάδικο
το [λαδάς]
1. εργοστάσιο παραγωγής λαδιού, ελαιοτριβείο, ελαιουργείο
2. κατάστημα πωλήσεως λαδιού
3. ειδικό πλοίο που μεταφέρει λάδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαδάδικο — το 1. το ελαιοτριβείο. 2. το κατάστημα όπου πουλιέται λάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαδοπουλειό — το μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση τού ω σε ου , καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασο πουλειό, κρεατο πουλειό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”